Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2012

Νέοι αγρότες: Από τις πολυεθνικές στα χωράφια

Κατά 7% αυξήθηκε από το 2008 ο αριθμός όσων ασχολούνται με τη γεωργία, τη δασοκομία και την αλιεία, ως αποτέλεσμα της κρίσης, των κινήτρων, αλλά και της ανάγκης μιας ζωής στην ύπαιθρο χωρίς το άγχος της πόλης


«Η επαφή με τη φύση είναι κάτι μοναδικό» λέει ο πρώην τραπεζικός υπάλληλος και νυν καλλιεργητής σαλιγκαριών κ. Δημήτρης Τσίτσας»
   
«Η τάση είναι μια πραγματικότητα η οποία καταγράφεται πλέον και από στατιστικά στοιχεία. Είναι πολλοί οι λόγοι που καθιστούν σήμερα ελκυστική την ελληνική ύπαιθρο, ηπειρωτική και νησιωτική»
λέει μιλώντας στο «Βήμα» ο αντιπρόεδρος του ΟΠΕΚ ΕΠΕ (Οργανισμός Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων) κ. Μόσχος Κορασίδης.

Στην απόφαση για την επιστροφή των νέων στην επαρχία σημαντικό ρόλο παίζουν η προσδοκία για καλύτερη ποιότητα ζωής για τους ίδιους και τις οικογένειές τους, οι βελτιωμένες βασικές υποδομές, καθώς και οι δυνατότητες επικοινωνίας που δίνει η σύγχρονη τεχνολογία. Καθοριστικό, όπως επισημαίνει ο κ. Κορασίδης, είναι και το μικρότερο κόστος έναρξης της αγροτικής δραστηριότητας. 

Η «τάση φυγής» από τα αστικά κέντρα που καταγράφεται ενισχύθηκε και μέσα από μέτρα όπως είναι η πριμοδότηση για την εγκατάσταση των νέων γεωργών (18-40 ετών). Οι περισσότεροι νέοι επέλεξαν την Κεντρική Μακεδονία, ενώ πολλοί ήταν κι εκείνοι που προτίμησαν τα νησιά του Αιγαίου και συγκεκριμένα την Κρήτη, τη Ρόδο και τη Λέσβο. Τη «φυγή» στην ύπαιθρο, όπως αναφέρει ο κ. Κορασίδης, ευνόησαν επίσης η ενίσχυση του αγροτουρισμού, της μεταποίησης και η στήριξη της νεανικής επιχειρηματικότητας. Πάντως, η τάση αυτή δεν είναι μόνο ελληνική. Εδώ και μία πενταετία πολλοί διεθνείς οργανισμοί, μεταξύ των οποίων και η Παγκόσμια Τράπεζα, αναγνωρίζουν ότι «η γεωργία αποτελεί και σήμερα έναν από τους βασικούς παράγοντες για την αντιμετώπιση της κρίσης και τη μείωση της φτώχειας», καταλήγει ο κ. Κορασίδης. 

Ο ειδικός γραμματέας της Πανελλήνιας Ένωσης Νέων Αγροτών κ. Βασίλης Κόλλιας αντιτείνει ωστόσο ότι «οι αριθμοί είναι σε μεγάλο βαθμό πλασματικοί». Όπως σημειώνει, δεν υπήρξε κύμα μετακίνησης προς την ύπαιθρο. «Αυτό που συνέβη είναι ότι αρκετοί νέοι, των οποίων οι οικογένειες ασχολούνταν ήδη με τη γεωργία, αποφάσισαν να κάνουν έναρξη επαγγέλματος», επισημαίνει. Πάντως σύμφωνα με τον κ. Κόλλια η γεωργία προσφέρει ευκαιρίες. «Για κάποιον που έρχεται από την πόλη είναι πιο εύκολο να ενημερώνεται για τις τάσεις της αγροτικής αγοράς. Το σημαντικό είναι, όποιος το αποφασίσει, να έχει επίγνωση του αγροτικού ωραρίου- μπορεί να εργάζεται365 μέρες τον χρόνο. Και βέβαια είναι σημαντικό να αντιμετωπίσει τη γεωργία ως επιχειρηματική δραστηριότητα και όχι ως φυσιολατρική». Αγρότισσα με το Α κεφαλαίο είναι η κυρία Αλεξάνδρα Τσιαντή, αν και μετρά μόλις μία πενταετία στο... 
χωράφι. 

Με σπουδές, μεταπτυχιακό και διδακτορικό στην Αγγλία και με μια καλή δουλειά σε τεχνική εταιρεία στη Λάρισα, η 50χρονη σήμερα χημικός μηχανικός αποφάσισε να αλλάξει ζωή και να εκμεταλλευτεί 400 στρέμματα από τα οικογενειακά κτήματα στην Αγία Τριάδα Φαρσάλων. Έτσι, στη γη που εδώ και τρεις γενιές ανήκει στην οικογένειά της, ξεκίνησε, μαζί με τη μικρότερη αδελφή της Λίναη οποία έχει κάνει σπουδές βιολογίας, μια βιολογική καλλιέργεια με πρώτο στόχο την ποιότητα των προϊόντων, αλλά και την προστασία του περιβάλλοντος. Με την ονομασία «Τhe trinity farm» η οικογένεια Τσιαντή παράγει, συσκευάζει και διακινεί μόνη της στα καταστήματα, χωρίς μεσάζοντες, τα προϊόντα που παράγει.«Έτσι πετυχαίνουμε φθηνότερες τιμές για τον καταναλωτή», τονίζει η κυρία Τσιαντή. Εφέτος είναι η πρώτη χρονιά που ασχολείται αποκλειστικά με τη βιολογική γεωργία.«Μόλις σταμάτησα να εργάζομαι σε τεχνική εταιρεία. Όλα αυτά τα χρόνια δούλευα παράλληλα μέχρι να καταφέρω να ζω μόνο από τα κτήματα. Μπορεί για κάποιον άλλο, που είχε σχέση με τη γη, να ήταν πιο εύκολο, να είχε αποτέλεσμα νωρίτερα. 

Εμείς ήμασταν άπειρες»,αναφέρει η ίδια. Η οικογένεια του 48χρονου αρχιτέκτονα/μηχανικού από τον Αλμυρό κ. Γιώργου Αργυρόπουλου ασχολείται παραδοσιακά με την κτηνοτροφία. Το να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση ήταν αναμενόμενο. Αυτό που δεν ήταν αναμενόμενο ήταν ότι το εισόδημά του θα προερχόταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από την κτηνοτροφία. «Πριν από λίγα χρόνια, διαβλέποντας πού πάνε τα πράγματα στην οικοδομή, αποφάσισα να ασχοληθώ πιο εντατικά με την εκτροφή αγελάδων. Σκεφτείτε ότι ο τελευταίος πελάτης μπήκε στο τεχνικό γραφείο μου πριν από 14 μήνες»λέει ο κ. Αργυρόπουλος. 

«Ούτε στην κτηνοτροφία τα πράγματα πάνε καλά, αλλά τουλάχιστον υπάρχει μια σταθερότητα. Στην οικοδομή εξαρτάσαι από χίλιους δυο εξωτερικούς παράγοντες και βέβαια από το ελληνικό Δημόσιο». Η στροφή προς τον... στάβλο δεν είναι ασυνήθιστη στην περιοχή του κ. Αργυρόπουλου.«Βλέπεις και άλλους ελεύθερους επαγγελματίες της περιοχής να θέλουν να δραστηριοποιηθούν στον συγκεκριμένο τομέα. Αυτό που πρέπει να ξέρει όποιος το επιχειρήσει είναι ότι πρόκειται για μια δουλειά που πάνω από όλα απαιτεί να την αγαπάς. Και βέβαια να έχεις υπόψη σου ότι το κοπάδι σου δεν καταλαβαίνει ούτε γιορτές ούτε αργίες. 

Απαιτεί καθημερινή παρουσία, έστω και για λίγη ώρα». 
Ο 29χρονος αγρότης κ. Κώστας Δρίτσας από το Μαυρομμάτι Βοιωτίας δεν μετακόμισε από την πρωτεύουσα στον τόπο καταγωγής του. Απλώς συνέχισε την οικογενειακή παράδοση. Σήμερα εκμεταλλεύεται έκταση 120 στρεμμάτων με κηπευτικά προϊόντα βιολογικής καλλιέργειας. 

«Το μέλλον της γεωργίας έχει να κάνει με πιστοποιημένα προϊόντα υψηλής διατροφικής αξίας. 
Ο πατέρας μου ήταν κυρίως βαμβακοπαραγωγός, αλλά ευτυχώς κατάλαβε έγκαιρα τις εξελίξεις. Δυστυχώς πολλοί αγρότες στην περιοχή μας δεν κάνουν το ίδιο»δηλώνει ο κ. Δρίτσας, ο οποίος σπούδασε στα ΤΕΙ Ανθοκομίας στην Κρήτη έχοντας στο μυαλό του ότι κάποια στιγμή θα ασχοληθεί με την οικογενειακή επιχείρηση. 

Το 2009 η κυρία Μαρία Δαφαλιά επέστρεψε μαζί με τον αρραβωνιαστικό της κ. Αλέξανδρο Βερντζάγια στο χωριό όπου μεγάλωσε, τα Φίλια, στην περιοχή των Καλαβρύτων. Έως τότε δούλευε στην Αθήνα ως σχεδιάστρια δομικών έργων. «Δεν μου άρεσε ο τρόπος ζωής στη μεγάλη πόλη. Δούλευα εξοντωτικά ωράρια και οι απολαβές δεν ήταν ανάλογες». 

Αν και δεν έχει μετανιώσει για την επιλογή της θεωρεί ότι εξαπατήθηκε όσον αφορά τα κίνητρα που δόθηκαν στους νέους αγρότες. «Η προηγούμενη κυβέρνηση είχε υποσχεθεί 40.000 για την πρώτη εγκατάσταση. Τελικά πήραμε τα μισά τα οποία δεν έχουμε εισπράξει ακόμα στο σύνολό τους» λέει η κυρία Δαφαλιά, η οποία έχει κτηνοτροφική μονάδα με γουρούνια και πρόβατα, ενώ διατηρεί και κατάστημα παραδοσιακών ειδών, όπου πουλά προϊόντα παραγωγής της. Αλλά δεν το βάζει κάτω. «Αν και οι περισσότεροι φίλοι μας στην Αθήνα δεν πίστευαν ότι θα το πράξουμε, προσωπικά δεν αλλάζω με τίποτα τη ζωή στο χωριό. Αρκεί να δοθούν πραγματικά κίνητρα σε όσους το αποφασίσουν». 

Πριν από 31 χρόνια ο κ. Σεραφείμ Βρακάς σπούδαζε διοίκηση επιχειρήσεων στον Καναδά. Εργάστηκε εκεί, στον χώρο του μάρκετινγκ, για μια πενταετία. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα δούλεψε για 10 χρόνια στη συνεταιριστική εταιρεία ΚΑΪΡ και στη συνέχεια ως υπεύθυνος μάρκετινγκ σε άλλες εταιρείες. Τα τελευταία χρόνια η σκέψη να ασχοληθεί με τον χώρο των τροφίμων ερχόταν και επανερχόταν στο μυαλό του. Τελικά πριν από λίγους μήνες πέντε φίλοι αποφάσισαν να φτιάξουν μια δική τους δουλειά, την εταιρεία «βιο-Σιτώ», ώστε να μην έχουν κανέναν πάνω από το κεφάλι τους. «Ήθελα να κάνω κάτι δικό μου για να μη φτάσω στα 50 μου να εξαρτώμαι από μια πολυεθνική. Στο...τσακ πρόλαβα» λέει ο 51χρονος σήμερα κ. Βρακάς. Η προεργασία ξεκίνησε πριν από έναν χρόνο. «Τους τελευταίους 12 μήνες ταξίδεψα σε όλη την Ελλάδα και διάλεγα παραγωγούς βιολογικών και παραδοσιακών προϊόντων με στόχο να ξεκινήσω την εμπορία τους. Βρήκα εξαιρετικής ποιότητας όσπρια, ελιές, ελαιόλαδα, ζυμαρικά, κομπόστες, κ.ά. Πήγα στο λιοτρίβι και είδα πώς βγαίνει το λάδι, πήγα στο χωράφι και έπιασα τη φακή. Έχω εγώ την ευθύνη τού τι θα προωθήσω στον καταναλωτή», σημειώνει. Συνεχίζει ωστόσο να εργάζεται ως σύμβουλος επιχειρήσεων έως ότου καταφέρει να έχει ένα σταθερό εισόδημα από τη νέα του δουλειά. 

«Στόχος μου ήταν να κάνω μια τίμια δουλειά μαζί με φίλους. Για την ώρα εργαζόμαστε χωρίς αμοιβές. Επέλεξα να δραστηριοποιηθώ στον συγκεκριμένο χώρο γιατί βαρέθηκα να καθορίζουν άλλοι τι θα φάω εγώ, το παιδί μου, οι φίλοι μου. Πόσοι γνωρίζουν ότι τρώμε φακή αμφιβόλου ποιότητας από το Πακιστάν ή φασόλια Κίνας; Ακόμη κι αν είναι καλής ποιότητας, γιατί πρέπει να εισάγουμε φασόλια από εκεί και να νομιμοποιούμε το μεροκάματο 80 λεπτών την ημέρα; Γιατί να μην τρώμε ελληνικά προϊόντα;» αναρωτιέται ο κ. Βρακάς. Ένα πρωί, πριν από περίπου τρία χρόνια, ο τότε τραπεζικός υπάλληλος από την Ξάνθη κ. Δημήτρης Τσίτας ξύπνησε για να ζήσει αυτό που θα ήταν«η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής του». «Ξύπνησα και είπα στη γυναίκα μου ότι θα παραιτηθώ. Δεν έβρισκα ούτε προοπτική ούτε κανένα ενδιαφέρον στο να δουλεύω σε τράπεζα». Έπειτα από λίγο καιρό επαγγελματικών αναζητήσεων αποφάσισε να εκμεταλλευθεί μια γεωργική έκταση που έως τότε φύτευε ο πεθερός του. Δεν έσπειρε όμως ούτε βαμβάκι ούτε ζαρζαβατικά, αλλά...σαλιγκάρια. 
«Ακόμα δεν έχω πάρει την πρώτη συγκομιδή. Όμως θεωρώ πως οι προοπτικές είναι καλές από τη στιγμή που υπάρχει συμβόλαιο με ιταλικό ινστιτούτο, το οποίο θα αγοράσει απευθείας την παραγωγή μου. Πωλούνται ως φαγώσιμα, αλλά χρησιμοποιούνται και στην παρασκευή καλλυντικών. Ο τομέας είναι ακόμα καινούργιος στη χώρα μας και πιθανότατα όσοι κάναμε την αρχή να λειτουργούμε σαν πειραματόζωα. Από την άλλη, άμα δεν τολμήσεις πρώτος χάνεις την όποια πιθανότητα να κάνεις κάτι πολύ δυνατό. Δέχομαι συνεχώς τηλέφωνα από ανθρώπους που θέλουν να δοκιμάσουν. Το βασικό είναι να έχεις όρεξη. Ούτε το κόστος είναι απαγορευτικό» λέει. Σε κάθε περίπτωση ο ίδιος δηλώνει σίγουρος για την επιλογή του.«Οξυγονώθηκε ο εγκέφαλός μου. Η επαφή με τα σαλιγκάρια και γενικότερα τη φύση είναι κάτι το μοναδικό». 

Πριν από τέσσερα χρόνια ο κ. Λευτέρης Ξανθάκης έκανε το μεγάλο βήμα. Παιδί της πόλης, και δη της Αθήνας, χωρίς εμπειρία στις αγροτικές ασχολίες, αποφάσισε να στραφεί στην καλλιέργεια της ελιάς. Προγραμματιστής με σπουδές στην Αγγλία, δούλεψε στην ΙΒΜ και στη συνέχεια ως το 2006 ως σύμβουλος επιχειρήσεων. «Ήθελα να ακολουθήσω μια ζωή πιο ανθρώπινη, χωρίς πολύ άγχος», επισημαίνει ο 32χρονος σήμερα κ. Ξανθάκης. 

Έτσι άρχισε να ψάχνει για ελαιώνες που ήταν προς πώληση. Έπειτα από μεγάλη αναζήτηση αγόρασε μια έκταση στη Λακωνία. «Ήταν η καλύτερη επιλογή. Πρώτον διότι η ποιότητα του ελαιολάδου που βγάζει η περιοχή είναι εξαιρετική και δεύτερον διότι εκεί βρήκα μεγάλες εκτάσεις σε φθηνή τιμή. Στην Κρήτη οι τιμές ήταν απλησίαστες». «Η ηθική ανταμοιβή είναι μεγάλη, αλλά ο δρόμος δύσκολος» τονίζει ο κ. Ξανθάκης. Το 2007 με τις μεγάλες πυρκαγιές που κατέκαψαν την Πελοπόννησο έχασε σχεδόν όλα τα ελαιόδεντρα. «Ο ΕΛΓΑ πιστοποίησε ότι κάηκε το 96% από τις 16.000 ρίζες που είχα με τον συνέταιρό μου. Εκείνος δεν άντεξε και τα παράτησε. Εγώ συνέχισα. Ξαναφύτεψα ελιές και σήμερα έχω 7.000 ρίζες, οι οποίες είναι ενταγμένες στη βιολογική γεωργία» αναφέρει ο ίδιος. 

Μετά το κτήμα, ήρθε το ελαιοτριβείο και έπειτα το τυποποιητήριο. «Θέλω να ελέγχω τη διαδικασία ως το τελευταίο στάδιο, να είμαι εγώ υπεύθυνος για την ποιότητα του ελαιολάδου » σημειώνει ο κ. Ξανθάκης. Το μεγαλύτερο ποσοστό των προϊόντων, τα οποία πωλούνται με την εμπορική ονομασία «λακωνικό λιοτρίβι», προέρχονται από ορεινούς, μη αρδευόμενους ελαιώνες. Οι περισσότεροι βρίσκονται σε ρεματιές και πλαγιές όπου φύονται θυμάρι, ρίγανη, φασκόμηλο, λεβάντα, θρούμπι και άγρια μέντα, αρωματικά που δίνουν ένα μοναδικό άρωμα στο ελαιόλαδο. 

Ο κ. Ξανθάκης παραμένει εκτός δικτύου σουπερμάρκετ. Όπως λέει, «το λάδι πωλείται απευθείας από εμάς και έτσι κρατάμε χαμηλά την τιμή. Ακόμη και το ντελίβερι στην Αθήνα το κάνω ο ίδιος ώστε να έχω επαφή με τον καταναλωτή». 


Ρεπορτάζ ΜΑΧΗ ΤΡΑΤΣΑ - Γ. ΠΟΥΛΙΟΠΟΥΛΟΣ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:  27/02/2011, 08:00 

Πηγή: Εφημερίδα «Το Βήμα»